- απαιδαγώγητος
- -η, -ο (Α ἀπαιδαγώγητος, -ον)αυτός που δεν έτυχε αγωγής, αμόρφωτος, απαίδευτοςαρχ.1. όποιος δεν έχει οδηγό ή δάσκαλο2. εκείνος που δεν έχει εκπαιδευτεί σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπαιδαγώγητος — without teacher masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαιδαγώγητος — η, ο αμόρφωτος, ανάγωγος: Φαινόταν πως το παιδί είχε μεγαλώσει απαιδαγώγητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαιδαγωγήτως — ἀπαιδαγώγητος without teacher adverbial ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδαγώγητον — ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem acc sg ἀπαιδαγώγητος without teacher neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδαγωγήτους — ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδαγωγήτων — ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδαγώγητα — ἀπαιδαγώγητος without teacher neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδαγώγητοι — ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)